- ἀντιβαίνουσιν
- ἀντιβαίνωgo againstpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ἀντιβαίνωgo againstpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύτροφος — ον, Α (με παθ. σημ.) πολύ θρεμμένος, παχύς, εύσαρκος («αἱ δὲ ὀγκώδεις καὶ πολύτροφοι διὰ βάρος ἀντιβαίνουσιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τροφος (< τρέφω), πρβλ. υγρό τροφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek